Εξωτερικές Παθήσεις Οφθαλμού
Λοιμώδεις επιπεφυκίτιδες
Μπορεί να προκληθούν από μικρόβια, ιούς ή χλαμύδια.
Οι μικροβιακές επιπεφυκίτιδες χαρακτηρίζονται από οξεία έναρξη με ερυθρότητα του οφθαλμού και κολλώδεις εκκρίσεις (τσίμπλες).
Μπορεί ακόμη να συνυπάρχουν ελαφρός ή μέτριος κνησμός και αίσθημα καύσου ή ξένου σώματος.
Η όραση δεν επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό. Σημαντική μείωση της όρασης μπορεί να υποκρύπτει άλλη σοβαρότερη αιτία ή συμμετοχή του κερατοειδούς.
Οι περισσότερες περιπτώσεις μικροβιακής επιπεφυκίτιδας είναι αυτοπεριοριζόμενες, αλλά συνήθως συνταγογραφείται ένα κολλύριο με αντιβιοτικό ευρέος φάσματος, όπως η τομπραμυκίνη, το φουσιδικό οξύ ή η χλωραμφενικόλη.
Η προσβολή του επιπεφυκότα από γονόκοκκο (το μικρόβιο που προκαλεί το αφροδίσιο νόσημα γονόρροια) είναι μια οξεία και πολύ σοβαρή κατάσταση, επειδή ο γονόκοκκος μπορεί να διαπεράσει ακόμη και το ανέπαφο (χωρίς τραυματισμό) επιθήλιο του κερατοειδούς προκαλώντας σημαντικές βλάβες, αν δεν αντιμετωπιστεί με ειδική αντιβιοτική αγωγή.
Οι ιογενείς επιπεφυκίτιδες έχουν κάποια χαρακτηριστικά που τις διαφοροποιούν από τις μικροβιακές.
Και εδώ υπάρχει η ερυθρότητα του ματιού, οι εκκρίσεις όμως είναι περισσότερο υδαρείς (λεπτόρρευστες) παρά πυώδεις.
Συχνό εύρημα αποτελεί η διόγκωση των προωτιαίων λεμφαδένων, όπως επίσης και το οίδημα των βλεφάρων, που μερικές φορές είναι τόσο έντονο, ώστε να προκαλεί τη σύγκλισή τους.
Εκδηλώνονται συχνά στην πορεία παιδικών ιογενών λοιμώξεων και χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής λόγω της υψηλής μεταδοτικότητάς τους.
Ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να ληφθεί για το συχνό πλύσιμο των χεριών, τη μη χρήση κοινών πετσετών, μαξιλαριών κλπ.
Όπως και οι περισσότερες ιώσεις, οι ιογενείς επιπεφυκίτιδες κάνουν τον κύκλο τους και δεν απαιτούν ειδική θεραπευτική αγωγή.
Εξαίρεση αποτελούν οι περιπτώσεις επιπεφυκίτιδας από ερπητοϊούς (που συνήθως συνοδεύονται από φυσαλιδώδες εξάνθημα στα βλέφαρα), όπου γίνεται χρήση ειδικών αντιικών παραγόντων.
Από τις χλαμυδιακές επιπεφυκίτιδες πιο γνωστό είναι το τράχωμα, που αποτελεί και το τρίτο συχνότερο αίτιο τύφλωσης παγκοσμίως μετά τον καταρράκτη και το γλαύκωμα.
Πρόκειται για χρόνια επιπεφυκίτιδα, που αφορά συνήθως χώρες με ανεπαρκείς συνθήκες υγιεινής. Η θεραπεία γίνεται με τα κατάλληλα αντιβιοτικά.
Μπορεί να προκληθούν από μικρόβια, ιούς ή χλαμύδια.
Οι μικροβιακές επιπεφυκίτιδες χαρακτηρίζονται από οξεία έναρξη με ερυθρότητα του οφθαλμού και κολλώδεις εκκρίσεις (τσίμπλες).
Μπορεί ακόμη να συνυπάρχουν ελαφρός ή μέτριος κνησμός και αίσθημα καύσου ή ξένου σώματος.
Η όραση δεν επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό. Σημαντική μείωση της όρασης μπορεί να υποκρύπτει άλλη σοβαρότερη αιτία ή συμμετοχή του κερατοειδούς.
Οι περισσότερες περιπτώσεις μικροβιακής επιπεφυκίτιδας είναι αυτοπεριοριζόμενες, αλλά συνήθως συνταγογραφείται ένα κολλύριο με αντιβιοτικό ευρέος φάσματος, όπως η τομπραμυκίνη, το φουσιδικό οξύ ή η χλωραμφενικόλη.
Η προσβολή του επιπεφυκότα από γονόκοκκο (το μικρόβιο που προκαλεί το αφροδίσιο νόσημα γονόρροια) είναι μια οξεία και πολύ σοβαρή κατάσταση, επειδή ο γονόκοκκος μπορεί να διαπεράσει ακόμη και το ανέπαφο (χωρίς τραυματισμό) επιθήλιο του κερατοειδούς προκαλώντας σημαντικές βλάβες, αν δεν αντιμετωπιστεί με ειδική αντιβιοτική αγωγή.
Οι ιογενείς επιπεφυκίτιδες έχουν κάποια χαρακτηριστικά που τις διαφοροποιούν από τις μικροβιακές.
Και εδώ υπάρχει η ερυθρότητα του ματιού, οι εκκρίσεις όμως είναι περισσότερο υδαρείς (λεπτόρρευστες) παρά πυώδεις.
Συχνό εύρημα αποτελεί η διόγκωση των προωτιαίων λεμφαδένων, όπως επίσης και το οίδημα των βλεφάρων, που μερικές φορές είναι τόσο έντονο, ώστε να προκαλεί τη σύγκλισή τους.
Εκδηλώνονται συχνά στην πορεία παιδικών ιογενών λοιμώξεων και χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής λόγω της υψηλής μεταδοτικότητάς τους.
Ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να ληφθεί για το συχνό πλύσιμο των χεριών, τη μη χρήση κοινών πετσετών, μαξιλαριών κλπ.
Όπως και οι περισσότερες ιώσεις, οι ιογενείς επιπεφυκίτιδες κάνουν τον κύκλο τους και δεν απαιτούν ειδική θεραπευτική αγωγή.
Εξαίρεση αποτελούν οι περιπτώσεις επιπεφυκίτιδας από ερπητοϊούς (που συνήθως συνοδεύονται από φυσαλιδώδες εξάνθημα στα βλέφαρα), όπου γίνεται χρήση ειδικών αντιικών παραγόντων.
Από τις χλαμυδιακές επιπεφυκίτιδες πιο γνωστό είναι το τράχωμα, που αποτελεί και το τρίτο συχνότερο αίτιο τύφλωσης παγκοσμίως μετά τον καταρράκτη και το γλαύκωμα.
Πρόκειται για χρόνια επιπεφυκίτιδα, που αφορά συνήθως χώρες με ανεπαρκείς συνθήκες υγιεινής. Η θεραπεία γίνεται με τα κατάλληλα αντιβιοτικά.
Μη λοιμώδεις επιπεφυκίτιδες
Περιλαμβάνουν την οξεία και τη χρόνια αλλεργική επιπεφυκίτιδα και κάποιες ουλοποιητικές και φυσαλιδώδεις βλάβες του επιπεφυκότα.
Αλλεργία καλείται η υπέρμετρη αντίδραση του οργανισμού σε κάποια φαινομενικά «αβλαβή» ουσία του περιβάλλοντος.
Τα πιο συνήθη αλλεργιογόνα είναι η γύρη, η μούχλα, τα σάλια ζώων, διάφορα χημικά, καθώς και ορισμένα φαγητά και φάρμακα.
Η οξεία αλλεργική επιπεφυκίτιδα χαρακτηρίζεται από αιφνίδια έναρξη, με κνησμό, οίδημα των βλεφάρων και χύμωση (οίδημα) του επιπεφυκότα.
Για να προκληθεί η αλλεργική αντίδραση, πρέπει να προηγηθεί επαφή με το αντίστοιχο αλλεργιογόνο.
Έτσι, ο ασθενής πρέπει να γνωρίζει τις ουσίες που τον επηρεάζουν, ώστε να τις αποφεύγει, ενώ συνιστάται και η χρήση κολλυρίων τεχνητών δακρύων ή πλύσεις με νερό, ώστε να απομακρυνθεί το αλλεργιογόνο, αν έχει ήδη εκτεθεί σε αυτό.
Τόσο για την πρόληψη όσο και για την ανακούφιση της οξείας αλλεργικής επιπεφυκίτιδας υπάρχουν αρκετά κολλύρια (αγγειοσυσπαστικά, αντισταμινικά κλπ.)
Η χρόνια αλλεργική επιπεφυκίτιδα έχει διάφορες μορφές, όπως η εαρινή και η ατοπική κερατοεπιπεφυκίτιδα.
Η εαρινή αλλεργική κερατοεπιπεφυκίτιδα προσβάλλει συχνότερα τα παιδιά και συνήθως τα αγόρια.
Είναι πιο έντονη σε ξηρά και ζεστά κλίματα, ιδίως τους θερινούς μήνες.
Τα συμπτώματα αφορούν και τους δύο οφθαλμούς και περιλαμβάνουν:
- έντονο κνησμό
- ερυθρότητα
- κάψιμο
- αίσθημα ξένου σώματος
- δακρύρροια
- παχιές νηματοειδείς εκκρίσεις
- φωτοφοβία.
Οι ασθενείς με εαρινή αλλεργική επιπεφυκίτιδα έχουν κατά κανόνα θετικό ατομικό και οικογενειακό ιστορικό για εποχιακές αλλεργίες, ατοπικές δερματίτιδες και άσθμα. Μετά από μερικά χρόνια ενεργής νόσου, η πλειονότητα των ασθενών παρουσιάζει αυτόματη ίαση.
Η ατοπική μορφή προσβάλλει συνήθως μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα με θετικό ατομικό και οικογενειακό ιστορικό δερματικής ατοπίας ή άσθματος. Πρόκειται για δυνητικά σοβαρή νόσο, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε τύφλωση.
Ένας μεγάλος αριθμός οφθαλμικών καταστάσεων συνυπάρχουν με την ατοπική αλλεργική επιπεφυκίτιδα. Αυτές είναι η κερατίτιδα από απλό έρπητα, ο πρόσθιος και ο οπίσθιος υποκαψικός καταρράκτης και ο κερατόκωνος.
Η θεραπεία της χρόνιας αλλεργικής επιπεφυκίτιδας είναι παρόμοια με αυτή της εποχιακής αλλεργικής, αν και τα τοπικά στεροειδή χρησιμοποιούνται περισσότερο.
Ο κερατοειδής είναι ο διαφανής ιστός που αποτελεί το πρόσθιο θολωτό τμήμα του ματιού, μπροστά από την ίριδα.
Φλεγμονές του κερατοειδούς μπορεί να προκληθούν από διάφορα αίτια, λοιμώδη ή μη.
Το βασικό πρόβλημα με τις φλεγμονές του κερατοειδούς είναι ότι η αγγείωση και η ουλοποίηση, που συμβαίνουν κατά τη φάση αποκατάστασης των ιστών, οδηγούν σε απώλεια της διαφάνειάς του ή και στη δημιουργία αστιγματισμού, με αποτέλεσμα τη σοβαρή μείωση της όρασης του ασθενούς.
Κερατόκωνος
Ο κερατόκωνος είναι μία εκφυλιστική νόσος του κερατοειδούς, κατά την οποία ο κερατοειδής λεπταίνει προοδευτικά και σχηματίζεται εξόγκωμα κωνοειδούς μορφής. Αυτό το σχήμα, εμποδίζει την εστίαση του φωτός ακριβώς επάνω στην ωχρά κηλίδα. Καθώς η νόσος εξελίσσεται, ο κώνος γίνεται όλο και πιο μεγάλος, προκαλώντας θολή και παραμορφωμένη όραση.
Εξαιτίας του ακανόνιστου σχήματος του κερατοειδούς, οι ασθενείς με κερατόκωνο έχουν συνήθως υψηλή μυωπία και υψηλό αστιγματισμό, ο οποίος δεν διορθώνεται με γυαλιά. Ο κερατόκωνος πολλές φορές είναι κληρονομικός και συμβαίνει συνήθως και στα δύο μάτια.
Συμπτώματα:
- Μυωπία
- Αστιγματισμός
- Θολή όραση (ακόμα και φορώντας γυαλιά ή φακούς επαφής)
- Εκτυφλωτικό φως το βράδυ
- Φωτοευαισθησία
- Συχνές αλλαγές της συνταγής των γυαλιών και των φακών επαφής.
Διάγνωση του κερατόκωνου
Η διάγνωση του κερατόκωνου γίνεται συνήθως όταν οι ασθενείς φτάνουν περίπου στην ηλικία των 20 ετών. Σε άλλους εξελίσσεται προοδευτικά με την πάροδο των δεκαετιών και σε άλλους η εξέλιξη φτάνει μέχρι ένα σημείο και σταματά.
Ο κερατόκωνος, συνήθως δεν είναι ορατός με γυμνό μάτι μέχρι τα τελικά στάδιά του. Σε κάποιες περιπτώσεις το σχήμα του κώνου είναι ορατό από τον παρατηρητή όταν ο ασθενής κοιτά προς τα κάτω, κρατώντας ψηλά το άνω βλέφαρο. Κοιτώντας προς τα κάτω, το κάτω βλέφαρο δεν έχει πια τοξοειδές σχήμα, αλλά γωνειώδες.
Η ειδική εξέταση του κερατοειδούς, που ονομάζεται τοπογραφία, δίνει πληροφορίες με πολλές λεπτομέρειες για το σχήμα του κερατοειδούς και χρησιμοποιείται για να εντοπιστεί και να καταγραφεί η πρόοδος/εξέλιξη της νόσου. Επίσης, το παχύμετρο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να μετρηθεί το πάχος του κερατοειδούς.
Θεραπεία του κερατόκωνου
Η κύρια θεραπεία του κερατόκωνου είναι η χρήση ημίσκληρων (RGP) φακών επαφής. Επειδή αυτός ο τύπος φακών επαφής δεν είναι ελαστικός, επιφέρει μια λεία, ομαλή επιφάνεια. Ωστόσο, εξαιτίας του ακανόνιστου σχήματος του κερατοειδούς, αυτοί οι φακοί επαφής μπορεί να είναι πολύ δύσκολοι στην εφαρμογή. Αυτή η διαδικασία απαιτεί συχνά αρκετό χρόνο και πολύ υπομονή.
Όταν η όραση επιδεινώνεται τόσο σε σημείο που η χρήση των φακών επαφής δεν προσφέρει ικανοποιητική όραση, τότε μπορεί να χρειαστεί να γίνει μεταμόσχευση του κερατοειδούς.
Ιρίτιδα
Η ιρίτιδα είναι μία λοίμωξη της ίριδας, δηλαδή του χρωματιστού μέρους του ματιού. Συνήθως, συμβαίνει για άγνωστους λόγους, αλλά μπορεί να συνδεθεί με συχνές παθήσεις που προσβάλλουν το σώμα, λοιμώδη νοσήματα, προηγούμενη επέμβαση στο μάτι ή τραύμα. Μπορεί να προσβάλλει το ένα ή και τα δύο μάτια. Μερικές φορές είναι μία χρόνια, επαναλαμβανόμενη κατάσταση.
Συμπτώματα:
- Ερυθρό μάτι.
- Ελαφρά ευαισθησία.
- Πονοκέφαλος ή πόνος στο μάτι και ίσως έντονη δυσανεξία.
- Μικρή κόρη.
- Δακρύρροια.
Διάγνωρη Ιρίτιδας
Ο οφθαλμίατρος μπορεί να διαπιστώσει την ύπαρξη της ιρίτιδας κατά τον οφθαλμολογικό έλεγχο με τη σχισμοειδή λυχνία. Μεταξύ άλλων, ο οφθαλμίατρος θα ψάξει για μικροσκοπικά άσπρα κύτταρα που θα πλέουν στο εσωτερικό του ματιού, τα οποία είναι ένδειξη μόλυνσης. Επίσης, θα εξετάσει προσεκτικά το εσωτερικό του ματιού για να διαπιστώσει εάν έχουν προσβληθεί και άλλα μέρη του ματιού.
Θεραπεία Ιρίτιδας
Χορηγούνται στεροειδή και αντιμικροβιακά κολλύρια, για να ελέγξουν τη φλεγμονή στο μάτι. Επίσης, διασταλτικές/μυδριατικές σταγόνες ανακουφίζουν το πόνο στο μάτι, χαλαρώνοντας τον μύ που συστέλλει την κόρη.
Η ίριδα πρέπει να θεραπευτεί ώστε να αποφευχθούν μόνιμα προβλήματα, όπως η ουλοποίηση.
Περιλαμβάνουν την οξεία και τη χρόνια αλλεργική επιπεφυκίτιδα και κάποιες ουλοποιητικές και φυσαλιδώδεις βλάβες του επιπεφυκότα.
Αλλεργία καλείται η υπέρμετρη αντίδραση του οργανισμού σε κάποια φαινομενικά «αβλαβή» ουσία του περιβάλλοντος.
Τα πιο συνήθη αλλεργιογόνα είναι η γύρη, η μούχλα, τα σάλια ζώων, διάφορα χημικά, καθώς και ορισμένα φαγητά και φάρμακα.
Η οξεία αλλεργική επιπεφυκίτιδα χαρακτηρίζεται από αιφνίδια έναρξη, με κνησμό, οίδημα των βλεφάρων και χύμωση (οίδημα) του επιπεφυκότα.
Για να προκληθεί η αλλεργική αντίδραση, πρέπει να προηγηθεί επαφή με το αντίστοιχο αλλεργιογόνο.
Έτσι, ο ασθενής πρέπει να γνωρίζει τις ουσίες που τον επηρεάζουν, ώστε να τις αποφεύγει, ενώ συνιστάται και η χρήση κολλυρίων τεχνητών δακρύων ή πλύσεις με νερό, ώστε να απομακρυνθεί το αλλεργιογόνο, αν έχει ήδη εκτεθεί σε αυτό.
Τόσο για την πρόληψη όσο και για την ανακούφιση της οξείας αλλεργικής επιπεφυκίτιδας υπάρχουν αρκετά κολλύρια (αγγειοσυσπαστικά, αντισταμινικά κλπ.)
Η χρόνια αλλεργική επιπεφυκίτιδα έχει διάφορες μορφές, όπως η εαρινή και η ατοπική κερατοεπιπεφυκίτιδα.
Η εαρινή αλλεργική κερατοεπιπεφυκίτιδα προσβάλλει συχνότερα τα παιδιά και συνήθως τα αγόρια.
Είναι πιο έντονη σε ξηρά και ζεστά κλίματα, ιδίως τους θερινούς μήνες.
Τα συμπτώματα αφορούν και τους δύο οφθαλμούς και περιλαμβάνουν:
- έντονο κνησμό
- ερυθρότητα
- κάψιμο
- αίσθημα ξένου σώματος
- δακρύρροια
- παχιές νηματοειδείς εκκρίσεις
- φωτοφοβία.
Οι ασθενείς με εαρινή αλλεργική επιπεφυκίτιδα έχουν κατά κανόνα θετικό ατομικό και οικογενειακό ιστορικό για εποχιακές αλλεργίες, ατοπικές δερματίτιδες και άσθμα. Μετά από μερικά χρόνια ενεργής νόσου, η πλειονότητα των ασθενών παρουσιάζει αυτόματη ίαση.
Η ατοπική μορφή προσβάλλει συνήθως μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα με θετικό ατομικό και οικογενειακό ιστορικό δερματικής ατοπίας ή άσθματος. Πρόκειται για δυνητικά σοβαρή νόσο, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε τύφλωση.
Ένας μεγάλος αριθμός οφθαλμικών καταστάσεων συνυπάρχουν με την ατοπική αλλεργική επιπεφυκίτιδα. Αυτές είναι η κερατίτιδα από απλό έρπητα, ο πρόσθιος και ο οπίσθιος υποκαψικός καταρράκτης και ο κερατόκωνος.
Η θεραπεία της χρόνιας αλλεργικής επιπεφυκίτιδας είναι παρόμοια με αυτή της εποχιακής αλλεργικής, αν και τα τοπικά στεροειδή χρησιμοποιούνται περισσότερο.
Ο κερατοειδής είναι ο διαφανής ιστός που αποτελεί το πρόσθιο θολωτό τμήμα του ματιού, μπροστά από την ίριδα.
Φλεγμονές του κερατοειδούς μπορεί να προκληθούν από διάφορα αίτια, λοιμώδη ή μη.
Το βασικό πρόβλημα με τις φλεγμονές του κερατοειδούς είναι ότι η αγγείωση και η ουλοποίηση, που συμβαίνουν κατά τη φάση αποκατάστασης των ιστών, οδηγούν σε απώλεια της διαφάνειάς του ή και στη δημιουργία αστιγματισμού, με αποτέλεσμα τη σοβαρή μείωση της όρασης του ασθενούς.
Κερατόκωνος
Ο κερατόκωνος είναι μία εκφυλιστική νόσος του κερατοειδούς, κατά την οποία ο κερατοειδής λεπταίνει προοδευτικά και σχηματίζεται εξόγκωμα κωνοειδούς μορφής. Αυτό το σχήμα, εμποδίζει την εστίαση του φωτός ακριβώς επάνω στην ωχρά κηλίδα. Καθώς η νόσος εξελίσσεται, ο κώνος γίνεται όλο και πιο μεγάλος, προκαλώντας θολή και παραμορφωμένη όραση.
Εξαιτίας του ακανόνιστου σχήματος του κερατοειδούς, οι ασθενείς με κερατόκωνο έχουν συνήθως υψηλή μυωπία και υψηλό αστιγματισμό, ο οποίος δεν διορθώνεται με γυαλιά. Ο κερατόκωνος πολλές φορές είναι κληρονομικός και συμβαίνει συνήθως και στα δύο μάτια.
Συμπτώματα:
- Μυωπία
- Αστιγματισμός
- Θολή όραση (ακόμα και φορώντας γυαλιά ή φακούς επαφής)
- Εκτυφλωτικό φως το βράδυ
- Φωτοευαισθησία
- Συχνές αλλαγές της συνταγής των γυαλιών και των φακών επαφής.
Διάγνωση του κερατόκωνου
Η διάγνωση του κερατόκωνου γίνεται συνήθως όταν οι ασθενείς φτάνουν περίπου στην ηλικία των 20 ετών. Σε άλλους εξελίσσεται προοδευτικά με την πάροδο των δεκαετιών και σε άλλους η εξέλιξη φτάνει μέχρι ένα σημείο και σταματά.
Ο κερατόκωνος, συνήθως δεν είναι ορατός με γυμνό μάτι μέχρι τα τελικά στάδιά του. Σε κάποιες περιπτώσεις το σχήμα του κώνου είναι ορατό από τον παρατηρητή όταν ο ασθενής κοιτά προς τα κάτω, κρατώντας ψηλά το άνω βλέφαρο. Κοιτώντας προς τα κάτω, το κάτω βλέφαρο δεν έχει πια τοξοειδές σχήμα, αλλά γωνειώδες.
Η ειδική εξέταση του κερατοειδούς, που ονομάζεται τοπογραφία, δίνει πληροφορίες με πολλές λεπτομέρειες για το σχήμα του κερατοειδούς και χρησιμοποιείται για να εντοπιστεί και να καταγραφεί η πρόοδος/εξέλιξη της νόσου. Επίσης, το παχύμετρο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να μετρηθεί το πάχος του κερατοειδούς.
Θεραπεία του κερατόκωνου
Η κύρια θεραπεία του κερατόκωνου είναι η χρήση ημίσκληρων (RGP) φακών επαφής. Επειδή αυτός ο τύπος φακών επαφής δεν είναι ελαστικός, επιφέρει μια λεία, ομαλή επιφάνεια. Ωστόσο, εξαιτίας του ακανόνιστου σχήματος του κερατοειδούς, αυτοί οι φακοί επαφής μπορεί να είναι πολύ δύσκολοι στην εφαρμογή. Αυτή η διαδικασία απαιτεί συχνά αρκετό χρόνο και πολύ υπομονή.
Όταν η όραση επιδεινώνεται τόσο σε σημείο που η χρήση των φακών επαφής δεν προσφέρει ικανοποιητική όραση, τότε μπορεί να χρειαστεί να γίνει μεταμόσχευση του κερατοειδούς.
Ιρίτιδα
Η ιρίτιδα είναι μία λοίμωξη της ίριδας, δηλαδή του χρωματιστού μέρους του ματιού. Συνήθως, συμβαίνει για άγνωστους λόγους, αλλά μπορεί να συνδεθεί με συχνές παθήσεις που προσβάλλουν το σώμα, λοιμώδη νοσήματα, προηγούμενη επέμβαση στο μάτι ή τραύμα. Μπορεί να προσβάλλει το ένα ή και τα δύο μάτια. Μερικές φορές είναι μία χρόνια, επαναλαμβανόμενη κατάσταση.
Συμπτώματα:
- Ερυθρό μάτι.
- Ελαφρά ευαισθησία.
- Πονοκέφαλος ή πόνος στο μάτι και ίσως έντονη δυσανεξία.
- Μικρή κόρη.
- Δακρύρροια.
Διάγνωρη Ιρίτιδας
Ο οφθαλμίατρος μπορεί να διαπιστώσει την ύπαρξη της ιρίτιδας κατά τον οφθαλμολογικό έλεγχο με τη σχισμοειδή λυχνία. Μεταξύ άλλων, ο οφθαλμίατρος θα ψάξει για μικροσκοπικά άσπρα κύτταρα που θα πλέουν στο εσωτερικό του ματιού, τα οποία είναι ένδειξη μόλυνσης. Επίσης, θα εξετάσει προσεκτικά το εσωτερικό του ματιού για να διαπιστώσει εάν έχουν προσβληθεί και άλλα μέρη του ματιού.
Θεραπεία Ιρίτιδας
Χορηγούνται στεροειδή και αντιμικροβιακά κολλύρια, για να ελέγξουν τη φλεγμονή στο μάτι. Επίσης, διασταλτικές/μυδριατικές σταγόνες ανακουφίζουν το πόνο στο μάτι, χαλαρώνοντας τον μύ που συστέλλει την κόρη.
Η ίριδα πρέπει να θεραπευτεί ώστε να αποφευχθούν μόνιμα προβλήματα, όπως η ουλοποίηση.